ItalianoGreco


introdótto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [introˈdotto]

1 έγκριτος
2 καλά εδραιωμένος
3 ενήμερος καλά
4 πασίγνωστος
5 ευρέως γνωστός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---