Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintrinsichézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [intrinsiˈkettsa] 1 οικείωση 2 οικειότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |