Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intrigàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intriˈgare]

1 μηχανορραφώ
2 ραδιουργώ
3 συνυφαίνω
4 χαλκεύω
5 σκευωρώ
6 συνωμοτώ
7 βυσσοδομώ
8 δολοπλοκώ

intrigàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intriˈgare]

1 μπερδεύω
2 ανακατώνω
3 μπλέκω
4 μπουρδουκλώνω

intrigarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [intriˈgarsi]

1 ανακατεύομαι σε αλλότρια
2 επεμβαίνω
3 παρεμβαίνω
4 επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις
5 ανακατεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intrigante intrigato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intricato (επίθ.)
intrico (ουσ αρσ )
intridere (ρ. μτβ.)
intrigante (ουσ αρσ και θηλ.)
intrigante (επίθ.)
intrigare (ρ.αμτβ.)
intrigare (ρ. μτβ.)
intrigarsi (ρ.μ. (αντων.))
intrigato (αρσ. επίθ και ουσ)
intrigo (ουσ αρσ )
intrinseco (ουσ αρσ )
intrinseco (επίθ.)
intrinsichezza (θηλ.ουσ)
intriso (ουσ αρσ )
intriso (επίθ.)
intristimento (ουσ αρσ )
intristire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
introdotto (αρσ. επίθ και ουσ)
introducibile (επίθ.)
introdurre (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---