Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintrìco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈtriko] 1 δυσχέρεια 2 ανακάτωμα 3 πλέγμα 4 δυσάρεστη κατάσταση 5 δίκτυο 6 μπλέξιμο 7 μπέρδεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |