Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intrèpido  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtrɛpido]

1 ακαταπτόητος
2 ατρόμητος
3 άφοβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intrepidità intricare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intrecciato (επίθ.)
intrecciatura (θηλ.ουσ)
intreccio (ουσ αρσ )
intrepidezza (θηλ.ουσ)
intrepidità (θηλ.ουσ)
intrepido (αρσ. επίθ και ουσ)
intricare (ρ. μτβ.)
intricarsi (ρ.μ. (αντων.))
intricato (επίθ.)
intrico (ουσ αρσ )
intridere (ρ. μτβ.)
intrigante (ουσ αρσ και θηλ.)
intrigante (επίθ.)
intrigare (ρ.αμτβ.)
intrigare (ρ. μτβ.)
intrigarsi (ρ.μ. (αντων.))
intrigato (αρσ. επίθ και ουσ)
intrigo (ουσ αρσ )
intrinseco (ουσ αρσ )
intrinseco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---