Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintrigànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [intriˈgante] 1 μηχανορράφος 2 σκευωρός 3 ραδιούργος 4 ανακατωσούρης intrigànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [intriˈgante] Συνωμοτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |