Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intristìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intrisˈtire]

1 σταφιδιάζω
2 σαρακιάζω
3 μαραίνομαι
4 μαραζιάζω
5 εξασθενώ
6 κατσιάζω
7 μαραζώνω
8 μαραγκιάζω
9 φθίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intristimento introdotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intrinseco (επίθ.)
intrinsichezza (θηλ.ουσ)
intriso (ουσ αρσ )
intriso (επίθ.)
intristimento (ουσ αρσ )
intristire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
introdotto (αρσ. επίθ και ουσ)
introducibile (επίθ.)
introdurre (ρ. μτβ.)
introdursi (ρ.μ. (αντων.))
introduttivo (επίθ.)
introduttore (ουσ αρσ )
introduttorio (επίθ.)
introduzione (θηλ.ουσ)
introiezione (θηλ.ουσ)
introitare (ρ. μτβ.)
introito (ουσ αρσ )
intromettere (ρ. μτβ.)
intromettersi (ρ. μ. αμτβ.)
intromissione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---