Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intròito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtrɔjto]

1 εισόδημα
2 έσοδο
3 είσπραξη
4 είσοδος (ψαλτική)
5 απολυτίκιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  introitare intromettere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

introduttore (ουσ αρσ )
introduttorio (επίθ.)
introduzione (θηλ.ουσ)
introiezione (θηλ.ουσ)
introitare (ρ. μτβ.)
introito (ουσ αρσ )
intromettere (ρ. μτβ.)
intromettersi (ρ. μ. αμτβ.)
intromissione (θηλ.ουσ)
intronamento (ουσ αρσ )
intronare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intronato (επίθ.)
intronfiare (ρ.αμτβ.)
intronizzare (ρ. μτβ.)
intronizzazione (θηλ.ουσ)
introrso (επίθ.)
introspettivo (επίθ.)
introspezione (θηλ.ουσ)
introvabile (επίθ.)
introversione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---