Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintròito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈtrɔjto] 1 εισόδημα 2 έσοδο 3 είσπραξη 4 είσοδος (ψαλτική) 5 απολυτίκιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |