Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intronaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [intronaˈmento]

1 εκκωφαντικός θόρυβος
2 φλόμωμα
3 δημιουργία αποπνικτικής ατμόσφαιρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intromissione intronare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

introitare (ρ. μτβ.)
introito (ουσ αρσ )
intromettere (ρ. μτβ.)
intromettersi (ρ. μ. αμτβ.)
intromissione (θηλ.ουσ)
intronamento (ουσ αρσ )
intronare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intronato (επίθ.)
intronfiare (ρ.αμτβ.)
intronizzare (ρ. μτβ.)
intronizzazione (θηλ.ουσ)
introrso (επίθ.)
introspettivo (επίθ.)
introspezione (θηλ.ουσ)
introvabile (επίθ.)
introversione (θηλ.ουσ)
introverso (αρσ. επίθ και ουσ)
introvertere (ρ. μτβ.)
introvertersi (ρ. μ. αμτβ.)
introvertito (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---