Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


introvèrtere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [introˈvɛrtere]

κάνω εσωστρεφή

introvèrtersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [introˈvɛrtersi]

γίνομαι εσωστρεφής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  introverso introvertito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

introspettivo (επίθ.)
introspezione (θηλ.ουσ)
introvabile (επίθ.)
introversione (θηλ.ουσ)
introverso (αρσ. επίθ και ουσ)
introvertere (ρ. μτβ.)
introvertersi (ρ. μ. αμτβ.)
introvertito (αρσ. επίθ και ουσ)
intrudere (ρ. μτβ.)
intrudersi (ρ.μ. (αντων.))
intrufolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intrufolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intrugliare (ρ. μτβ.)
intrugliarsi (ρ.μ. (αντων.))
intruglio (ουσ αρσ )
intruppamento (ουσ αρσ )
intrupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
intrusione (θηλ.ουσ)
intrusivo (επίθ.)
intruso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---