ItalianoGreco


intruppaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [intruppaˈmento]

1 συναναστροφή
2 συνάθροιση κατά μπουλούκια
3 συγχρωτισμός
4 συναγελασμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---