Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intubàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intuˈbare]

διασωληνώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intruso intubato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intruppamento (ουσ αρσ )
intrupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
intrusione (θηλ.ουσ)
intrusivo (επίθ.)
intruso (αρσ. επίθ και ουσ)
intubare (ρ. μτβ.)
intubato (επίθ.)
intubazione (θηλ.ουσ)
intubettare (ρ. μτβ.)
intuibile (επίθ.)
intuire (ρ. μτβ.)
intuitivamente (επίρ.)
intuitività (θηλ.ουσ)
intuitivo (επίθ.)
intuito (ουσ αρσ )
intuito (επίθ.)
intuizione (θηλ.ουσ)
intuizionismo (ουσ αρσ )
intuizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intumescente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---