Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintùito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈtujto] η διαίσθηση intuìto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [intuˈito] 1 μαντεμένος 2 διαισθητικά αντιληπτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |