Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinturgidìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inturʤiˈdito] 1 πρησμένος 2 διογκωμένος 3 εξογκωμένος 4 εξοιδημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |