Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inusàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inuˈzato]

1 ανεξοικείωτος
2 ασυνήθιστος
3 μη εθισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inurbarsi inusitato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inumidirsi (ρ.μ. (αντων.))
inurbamento (ουσ αρσ )
inurbanità (θηλ.ουσ)
inurbano (επίθ.)
inurbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inusato (επίθ.)
inusitato (επίθ.)
inutile (επίθ.)
inutilità (θηλ.ουσ)
inutilizzabile (επίθ.)
inutilizzare (ρ. μτβ.)
inutilizzato (επίθ.)
inutilmente (επίρ.)
invadente (ουσ αρσ και θηλ.)
invadente (επίθ.)
invadenza (θηλ.ουσ)
invadere (ρ. μτβ.)
invaghimento (ουσ αρσ )
invaghire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invaghirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---