Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inutilizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inutilidˈdzare]

αχρηστεύω κάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inutilizzabile inutilizzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inusato (επίθ.)
inusitato (επίθ.)
inutile (επίθ.)
inutilità (θηλ.ουσ)
inutilizzabile (επίθ.)
inutilizzare (ρ. μτβ.)
inutilizzato (επίθ.)
inutilmente (επίρ.)
invadente (ουσ αρσ και θηλ.)
invadente (επίθ.)
invadenza (θηλ.ουσ)
invadere (ρ. μτβ.)
invaghimento (ουσ αρσ )
invaghire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invaghirsi (ρ. μ. αμτβ.)
invaginazione (θηλ.ουσ)
invalere (ρ.αμτβ.)
invalicabile (επίθ.)
invalicabilità (θηλ.ουσ)
invalidabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---