Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvadènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [invaˈdɛnte] 1 ανακατωσούρης άνθρωπος 2 εισβολέας invadènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [invaˈdɛnte] φορτικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |