Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvaghìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [invaˈgire] 1 θέλγω 2 γοητεύω invaghìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [invaˈgirsi] 1 ερωτεύομαι 2 ξετρελαίνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |