Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invaghiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [invagiˈmento]

1 γούστο
2 ξεμυάλισμα
3 ξελόγιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invadere invaghire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inutilmente (επίρ.)
invadente (ουσ αρσ και θηλ.)
invadente (επίθ.)
invadenza (θηλ.ουσ)
invadere (ρ. μτβ.)
invaghimento (ουσ αρσ )
invaghire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invaghirsi (ρ. μ. αμτβ.)
invaginazione (θηλ.ουσ)
invalere (ρ.αμτβ.)
invalicabile (επίθ.)
invalicabilità (θηλ.ουσ)
invalidabile (επίθ.)
invalidamento (ουσ αρσ )
invalidare (ρ. μτβ.)
invalidazione (θηλ.ουσ)
invalidità (θηλ.ουσ)
invalido (ουσ αρσ )
invalido (επίθ.)
invallarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---