Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvaghiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [invagiˈmento] 1 γούστο 2 ξεμυάλισμα 3 ξελόγιασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |