Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inumidiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inumidiˈmento]

1 διαβροχή
2 νοτισμός
3 νότισμα
4 ύγρανση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inumazione inumidire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inuguale (επίθ.)
inumanità (θηλ.ουσ)
inumano (επίθ.)
inumare (ρ. μτβ.)
inumazione (θηλ.ουσ)
inumidimento (ουσ αρσ )
inumidire (ρ. μτβ.)
inumidirsi (ρ.μ. (αντων.))
inurbamento (ουσ αρσ )
inurbanità (θηλ.ουσ)
inurbano (επίθ.)
inurbarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inusato (επίθ.)
inusitato (επίθ.)
inutile (επίθ.)
inutilità (θηλ.ουσ)
inutilizzabile (επίθ.)
inutilizzare (ρ. μτβ.)
inutilizzato (επίθ.)
inutilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---