Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inturgidiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inturʤidiˈmento]

1 φούσκωμα
2 εξόγκωση
3 εξοίδηση
4 πρήξιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intumidire inturgidire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intuizionismo (ουσ αρσ )
intuizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intumescente (επίθ.)
intumescenza (θηλ.ουσ)
intumidire (ρ.αμτβ.)
inturgidimento (ουσ αρσ )
inturgidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inturgidirsi (ρ. μ. αμτβ.)
inturgidito (επίθ.)
inuguale (επίθ.)
inumanità (θηλ.ουσ)
inumano (επίθ.)
inumare (ρ. μτβ.)
inumazione (θηλ.ουσ)
inumidimento (ουσ αρσ )
inumidire (ρ. μτβ.)
inumidirsi (ρ.μ. (αντων.))
inurbamento (ουσ αρσ )
inurbanità (θηλ.ουσ)
inurbano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---