Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intuitività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intuitiviˈta]

1 διορατικότητα
2 διαισθητικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intuitivamente intuitivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intubazione (θηλ.ουσ)
intubettare (ρ. μτβ.)
intuibile (επίθ.)
intuire (ρ. μτβ.)
intuitivamente (επίρ.)
intuitività (θηλ.ουσ)
intuitivo (επίθ.)
intuito (ουσ αρσ )
intuito (επίθ.)
intuizione (θηλ.ουσ)
intuizionismo (ουσ αρσ )
intuizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intumescente (επίθ.)
intumescenza (θηλ.ουσ)
intumidire (ρ.αμτβ.)
inturgidimento (ουσ αρσ )
inturgidire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inturgidirsi (ρ. μ. αμτβ.)
inturgidito (επίθ.)
inuguale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---