Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intrusìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intruˈzivo]

Παρεισφρητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intrusione intruso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intrugliarsi (ρ.μ. (αντων.))
intruglio (ουσ αρσ )
intruppamento (ουσ αρσ )
intrupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
intrusione (θηλ.ουσ)
intrusivo (επίθ.)
intruso (αρσ. επίθ και ουσ)
intubare (ρ. μτβ.)
intubato (επίθ.)
intubazione (θηλ.ουσ)
intubettare (ρ. μτβ.)
intuibile (επίθ.)
intuire (ρ. μτβ.)
intuitivamente (επίρ.)
intuitività (θηλ.ουσ)
intuitivo (επίθ.)
intuito (ουσ αρσ )
intuito (επίθ.)
intuizione (θηλ.ουσ)
intuizionismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---