Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intrùglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtruʎʎo]

1 ανακάτωμα
2 θαλάσσωμα
3 πλεκτάνη
4 σύμφυρμα
5 κυκεώνας
6 γόρδιος δεσμός
7 ανακατωσούρα
8 σκευωρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intrugliarsi intruppamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intrudersi (ρ.μ. (αντων.))
intrufolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intrufolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intrugliare (ρ. μτβ.)
intrugliarsi (ρ.μ. (αντων.))
intruglio (ουσ αρσ )
intruppamento (ουσ αρσ )
intrupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
intrusione (θηλ.ουσ)
intrusivo (επίθ.)
intruso (αρσ. επίθ και ουσ)
intubare (ρ. μτβ.)
intubato (επίθ.)
intubazione (θηλ.ουσ)
intubettare (ρ. μτβ.)
intuibile (επίθ.)
intuire (ρ. μτβ.)
intuitivamente (επίρ.)
intuitività (θηλ.ουσ)
intuitivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---