Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintrugliàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [intruʎˈʎare] 1 ετοιμάζω από πρώτες ύλες 2 ανακατεύω intrugliarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [intruʎˈʎarsi] 1 μπερδεύομαι 2 ανακατεύομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |