Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintrùdere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inˈtrudere] 1 εισβάλλω 2 ενοχλώ με την παρουσία μου 3 μπαίνω απρόσκλητος 4 παρεισδύω 5 εισχωρώ κρυφά intrudersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inˈtrudersi] 1 παρεισφρύω 2 εισβάλλω 3 εισχωρώ κρυφά 4 τρυπώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |