Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


introméttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [introˈmettere]

1 βάζω
2 παρεμβάλλω
3 εμβάλλω
4 ενθέτω
5 εισάγω

introméttersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [introˈmettersi]

ανακατεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  introito intromissione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


non intrometterti! = δε σου πέφτει λόγος!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

introduttorio (επίθ.)
introduzione (θηλ.ουσ)
introiezione (θηλ.ουσ)
introitare (ρ. μτβ.)
introito (ουσ αρσ )
intromettere (ρ. μτβ.)
intromettersi (ρ. μ. αμτβ.)
intromissione (θηλ.ουσ)
intronamento (ουσ αρσ )
intronare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intronato (επίθ.)
intronfiare (ρ.αμτβ.)
intronizzare (ρ. μτβ.)
intronizzazione (θηλ.ουσ)
introrso (επίθ.)
introspettivo (επίθ.)
introspezione (θηλ.ουσ)
introvabile (επίθ.)
introversione (θηλ.ουσ)
introverso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---