Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intròrso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈtrɔrso]

1 στραμμένος προς τα μέσα
2 ο προς τον άξονα ανάπτυξης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intronizzazione introspettivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intronare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intronato (επίθ.)
intronfiare (ρ.αμτβ.)
intronizzare (ρ. μτβ.)
intronizzazione (θηλ.ουσ)
introrso (επίθ.)
introspettivo (επίθ.)
introspezione (θηλ.ουσ)
introvabile (επίθ.)
introversione (θηλ.ουσ)
introverso (αρσ. επίθ και ουσ)
introvertere (ρ. μτβ.)
introvertersi (ρ. μ. αμτβ.)
introvertito (αρσ. επίθ και ουσ)
intrudere (ρ. μτβ.)
intrudersi (ρ.μ. (αντων.))
intrufolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intrufolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intrugliare (ρ. μτβ.)
intrugliarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---