Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intronizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intronidˈdzare]

Ενθρονίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intronfiare intronizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intromissione (θηλ.ουσ)
intronamento (ουσ αρσ )
intronare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intronato (επίθ.)
intronfiare (ρ.αμτβ.)
intronizzare (ρ. μτβ.)
intronizzazione (θηλ.ουσ)
introrso (επίθ.)
introspettivo (επίθ.)
introspezione (θηλ.ουσ)
introvabile (επίθ.)
introversione (θηλ.ουσ)
introverso (αρσ. επίθ και ουσ)
introvertere (ρ. μτβ.)
introvertersi (ρ. μ. αμτβ.)
introvertito (αρσ. επίθ και ουσ)
intrudere (ρ. μτβ.)
intrudersi (ρ.μ. (αντων.))
intrufolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intrufolarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---