Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intromissióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [intromisˈsjone]

1 παρέμβαση
2 επέμβαση
3 ανάμειξη
4 μεσολάβηση
5 παρεμβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intromettersi intronamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

introiezione (θηλ.ουσ)
introitare (ρ. μτβ.)
introito (ουσ αρσ )
intromettere (ρ. μτβ.)
intromettersi (ρ. μ. αμτβ.)
intromissione (θηλ.ουσ)
intronamento (ουσ αρσ )
intronare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intronato (επίθ.)
intronfiare (ρ.αμτβ.)
intronizzare (ρ. μτβ.)
intronizzazione (θηλ.ουσ)
introrso (επίθ.)
introspettivo (επίθ.)
introspezione (θηλ.ουσ)
introvabile (επίθ.)
introversione (θηλ.ουσ)
introverso (αρσ. επίθ και ουσ)
introvertere (ρ. μτβ.)
introvertersi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---