Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintromissióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [intromisˈsjone] 1 παρέμβαση 2 επέμβαση 3 ανάμειξη 4 μεσολάβηση 5 παρεμβολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |