Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intravascolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intravaskoˈlare]

Ενδοαγγειακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intrauterino intravedere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intrattabilità (θηλ.ουσ)
intrattenere (ρ. μτβ.)
intrattenersi (ρ.μ. (αντων.))
intrattenimento (ουσ αρσ )
intrauterino (επίθ.)
intravascolare (επίθ.)
intravedere (ρ. μτβ.)
intravertebrale (επίθ.)
intrecciamento (ουσ αρσ )
intrecciare (ρ. μτβ.)
intrecciarsi (ρ.μ. (αντων.))
intrecciato (επίθ.)
intrecciatura (θηλ.ουσ)
intreccio (ουσ αρσ )
intrepidezza (θηλ.ουσ)
intrepidità (θηλ.ουσ)
intrepido (αρσ. επίθ και ουσ)
intricare (ρ. μτβ.)
intricarsi (ρ.μ. (αντων.))
intricato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---