Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intratoràcico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intratoˈraʧiko]

Ενδοθωρακικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intrasportabile intrattabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intrasferibile (επίθ.)
intrasferibilità (θηλ.ουσ)
intrasmissibile (επίθ.)
intrasmissibilità (θηλ.ουσ)
intrasportabile (επίθ.)
intratoracico (επίθ.)
intrattabile (επίθ.)
intrattabilità (θηλ.ουσ)
intrattenere (ρ. μτβ.)
intrattenersi (ρ.μ. (αντων.))
intrattenimento (ουσ αρσ )
intrauterino (επίθ.)
intravascolare (επίθ.)
intravedere (ρ. μτβ.)
intravertebrale (επίθ.)
intrecciamento (ουσ αρσ )
intrecciare (ρ. μτβ.)
intrecciarsi (ρ.μ. (αντων.))
intrecciato (επίθ.)
intrecciatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---