Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intraprèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intraˈprɛndere]

1 αρχίζω εκ νέου
2 απασχολούμαι με
3 συνεχίζω
4 ξαναρχίζω
5 εμπλέκομαι
6 επιχειρώ
7 αναλαμβάνω
8 δείχνω ενδιαφέρον
9 ξεκινώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intraprendenza intrasferibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intrapelvico (επίθ.)
intrapolmonare (επίθ.)
intrappolare (ρ. μτβ.)
intraprendente (επίθ.)
intraprendenza (θηλ.ουσ)
intraprendere (ρ. μτβ.)
intrasferibile (επίθ.)
intrasferibilità (θηλ.ουσ)
intrasmissibile (επίθ.)
intrasmissibilità (θηλ.ουσ)
intrasportabile (επίθ.)
intratoracico (επίθ.)
intrattabile (επίθ.)
intrattabilità (θηλ.ουσ)
intrattenere (ρ. μτβ.)
intrattenersi (ρ.μ. (αντων.))
intrattenimento (ουσ αρσ )
intrauterino (επίθ.)
intravascolare (επίθ.)
intravedere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---