Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intrappolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intrappoˈlare]

1 στήνω παγίδα
2 καταδολιεύομαι
3 εξαπατώ
4 πιάνω με παγίδα
5 παγιδεύω
6 δελεάζω
7 συλλαμβάνω με παγίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intrapolmonare intraprendente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intransitivo (επίθ.)
intranucleare (επίθ.)
intraoculare (επίθ.)
intrapelvico (επίθ.)
intrapolmonare (επίθ.)
intrappolare (ρ. μτβ.)
intraprendente (επίθ.)
intraprendenza (θηλ.ουσ)
intraprendere (ρ. μτβ.)
intrasferibile (επίθ.)
intrasferibilità (θηλ.ουσ)
intrasmissibile (επίθ.)
intrasmissibilità (θηλ.ουσ)
intrasportabile (επίθ.)
intratoracico (επίθ.)
intrattabile (επίθ.)
intrattabilità (θηλ.ουσ)
intrattenere (ρ. μτβ.)
intrattenersi (ρ.μ. (αντων.))
intrattenimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---