Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intraoculàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intraokuˈlare]

ενδοφθάλμιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intranucleare intrapelvico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intransigenza (θηλ.ουσ)
intransitabile (επίθ.)
intransitabilità (θηλ.ουσ)
intransitivo (επίθ.)
intranucleare (επίθ.)
intraoculare (επίθ.)
intrapelvico (επίθ.)
intrapolmonare (επίθ.)
intrappolare (ρ. μτβ.)
intraprendente (επίθ.)
intraprendenza (θηλ.ουσ)
intraprendere (ρ. μτβ.)
intrasferibile (επίθ.)
intrasferibilità (θηλ.ουσ)
intrasmissibile (επίθ.)
intrasmissibilità (θηλ.ουσ)
intrasportabile (επίθ.)
intratoracico (επίθ.)
intrattabile (επίθ.)
intrattabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---