Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintransigènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [intransiˈʤɛnte] αδιάλλακτος άνθρωπος intransigènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [intransiˈʤɛnte] 1 αδιάλλακτος 2 μη ανεκτικός 3 αμείλικτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |