Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intramuràle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intramuˈrale]

1 ο εντός των τειχών
2 εσωτερικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intramontabile intramuscolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intrallazzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
intrallazzo (ουσ αρσ )
intramezzare (ρ. μτβ.)
intramolecolare (επίθ.)
intramontabile (επίθ.)
intramurale (επίθ.)
intramuscolare (επίθ.)
intransigente (ουσ αρσ και θηλ.)
intransigente (επίθ.)
intransigenza (θηλ.ουσ)
intransitabile (επίθ.)
intransitabilità (θηλ.ουσ)
intransitivo (επίθ.)
intranucleare (επίθ.)
intraoculare (επίθ.)
intrapelvico (επίθ.)
intrapolmonare (επίθ.)
intrappolare (ρ. μτβ.)
intraprendente (επίθ.)
intraprendenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---