Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intràlcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtralʧo]

1 παρεμπόδιση
2 παρακώλυση
3 εμπόδιο
4 πρόσκομμα
5 κώλυμα
6 φυσικό ελάττωμα
7 ισοζυγισμός (σε ιπποδρομίες)
8 φραγμός
9 σκόπελος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intralciarsi intralicciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intradosso (ουσ αρσ )
intraducibile (επίθ.)
intraducibilità (θηλ.ουσ)
intralciare (ρ. μτβ.)
intralciarsi (ρ.μ. (αντων.))
intralcio (ουσ αρσ )
intralicciatura (θηλ.ουσ)
intrallazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intrallazzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
intrallazzo (ουσ αρσ )
intramezzare (ρ. μτβ.)
intramolecolare (επίθ.)
intramontabile (επίθ.)
intramurale (επίθ.)
intramuscolare (επίθ.)
intransigente (ουσ αρσ και θηλ.)
intransigente (επίθ.)
intransigenza (θηλ.ουσ)
intransitabile (επίθ.)
intransitabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---