intràlcio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈtralʧo]
1 παρεμπόδιση
2 παρακώλυση
3 εμπόδιο
4 πρόσκομμα
5 κώλυμα
6 φυσικό ελάττωμα
7 ισοζυγισμός (σε ιπποδρομίες)
8 φραγμός
9 σκόπελος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈtralʧo]
1 παρεμπόδιση
2 παρακώλυση
3 εμπόδιο
4 πρόσκομμα
5 κώλυμα
6 φυσικό ελάττωμα
7 ισοζυγισμός (σε ιπποδρομίες)
8 φραγμός
9 σκόπελος
permalink
intralcio (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android