Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintralicciatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [intralitʧaˈtura] 1 σιδεροδουλειά με δικτυωτά 2 ενίσχυση (κτιρίου) 3 δικτυωτό 4 επαναλαμβανόμενη δομή σε χώρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |