Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintralciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [intralˈʧare] 1 βάζω δυσκολίες εξισορρόπησης 2 βάζω βάρη σε άλογα ιπποδρομιών 3 παρακωλύω 4 εμποδίζω 5 δυσκολεύω intralciarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [intralˈʧarsi] μπαίνει ο ένας στον δρόμο του άλλου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |