Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intralciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intralˈʧare]

1 βάζω δυσκολίες εξισορρόπησης
2 βάζω βάρη σε άλογα ιπποδρομιών
3 παρακωλύω
4 εμποδίζω
5 δυσκολεύω

intralciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [intralˈʧarsi]

μπαίνει ο ένας στον δρόμο του άλλου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intraducibilità intralcio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intradermico (επίθ.)
intradermoreazione (θηλ.ουσ)
intradosso (ουσ αρσ )
intraducibile (επίθ.)
intraducibilità (θηλ.ουσ)
intralciare (ρ. μτβ.)
intralciarsi (ρ.μ. (αντων.))
intralcio (ουσ αρσ )
intralicciatura (θηλ.ουσ)
intrallazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intrallazzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
intrallazzo (ουσ αρσ )
intramezzare (ρ. μτβ.)
intramolecolare (επίθ.)
intramontabile (επίθ.)
intramurale (επίθ.)
intramuscolare (επίθ.)
intransigente (ουσ αρσ και θηλ.)
intransigente (επίθ.)
intransigenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---