Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intossicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intossiˈkare]

1 δηλητηριάζω
2 φαρμακώνω

intossicarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [intossiˈkarsi]

δηλητηριάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intorpidito intossicazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intorpidimento (ουσ αρσ )
intorpidire (ρ.αμτβ.)
intorpidire (ρ. μτβ.)
intorpidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intorpidito (επίθ.)
intossicare (ρ. μτβ.)
intossicarsi (ρ.μ. (αντων.))
intossicazione (θηλ.ουσ)
intracellulare (επίθ.)
intracerebrale (επίθ.)
intracranico (επίθ.)
intradermico (επίθ.)
intradermoreazione (θηλ.ουσ)
intradosso (ουσ αρσ )
intraducibile (επίθ.)
intraducibilità (θηλ.ουσ)
intralciare (ρ. μτβ.)
intralciarsi (ρ.μ. (αντων.))
intralcio (ουσ αρσ )
intralicciatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---