Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intormentìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intormenˈtire]

ναρκώνω

intormentirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [intormenˈtirsi]

1 ναρκώνομαι
2 μουδιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intorbidire intorno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intorbidamento (ουσ αρσ )
intorbidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intorbidarsi (ρ.μ. (αντων.))
intorbidire (ρ.αμτβ.)
intorbidire (ρ. μτβ.)
intormentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intormentirsi (ρ.μ. (αντων.))
intorno (επίθ.)
intorno (πρόθ.)
intorno (επίρ.)
intorpidimento (ουσ αρσ )
intorpidire (ρ.αμτβ.)
intorpidire (ρ. μτβ.)
intorpidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intorpidito (επίθ.)
intossicare (ρ. μτβ.)
intossicarsi (ρ.μ. (αντων.))
intossicazione (θηλ.ουσ)
intracellulare (επίθ.)
intracerebrale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---