Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintòppo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈtɔppo] 1 κώλυμα 2 πρόσκομμα 3 δύσκολη περίπτωση 4 σκόπελος 5 φραγμός 6 εμπόδιο 7 κακοτοπιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |