Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intontìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intonˈtire]

1 κατακεραυνώνομαι
2 αποσβολώνομαι
3 ζαβλακώνομαι
4 αλαλιάζω
5 παραζαλίζομαι

intontìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intonˈtire]

1 εκθαμβώνω
2 κατακεραυνώνω
3 αποσβολώνω
4 καταπλήσσω
5 μαρμαρώνω
6 αλαλιάζω
7 ζαλίζω
8 θαμπώνω
9 ζαβλακώνω

intontirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [intonˈtirsi]

1 ζαβλακώνομαι
2 κατακεραυνώνομαι
3 αποσβολώνομαι
4 παραζαλίζομαι
5 αλαλιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intontimento intontito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intonarsi (ρ.μ. (αντων.))
intonato (επίθ.)
intonazione (θηλ.ουσ)
intonso (επίθ.)
intontimento (ουσ αρσ )
intontire (ρ.αμτβ.)
intontire (ρ. μτβ.)
intontirsi (ρ.μ. (αντων.))
intontito (επίθ.)
intoppare (ρ.αμτβ.)
intoppare (ρ. μτβ.)
intopparsi (ρ.μ. (αντων.))
intoppo (ουσ αρσ )
intorbidamento (ουσ αρσ )
intorbidare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intorbidarsi (ρ.μ. (αντων.))
intorbidire (ρ.αμτβ.)
intorbidire (ρ. μτβ.)
intormentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intormentirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---