Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intonàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [intoˈnare]

1 απαγγέλλω ψαλμωδικά
2 διαβάζω μουσικά
3 συντονίζω
4 κουρντίζω
5 εναρμονίζω
6 συνδυάζω
7 παίζω ή τραγουδώ μελωδικά
8 ανακρούω
9 αρχίζω να τραγουδώ
10 τονίζω μουσικά
11 παιανίζω
12 ξεκινώ τραγούδι ή παίξιμο

intonarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [intoˈnarsi]

1 ταιριάζω
2 εναρμονίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intonaco intonato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intonacatore (ουσ αρσ )
intonacatrice (θηλ.ουσ)
intonacatura (θηλ.ουσ)
intonachino (ουσ αρσ )
intonaco (ουσ αρσ )
intonare (ρ.αμτβ.)
intonarsi (ρ.μ. (αντων.))
intonato (επίθ.)
intonazione (θηλ.ουσ)
intonso (επίθ.)
intontimento (ουσ αρσ )
intontire (ρ.αμτβ.)
intontire (ρ. μτβ.)
intontirsi (ρ.μ. (αντων.))
intontito (επίθ.)
intoppare (ρ.αμτβ.)
intoppare (ρ. μτβ.)
intopparsi (ρ.μ. (αντων.))
intoppo (ουσ αρσ )
intorbidamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---