Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intonacatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [intonakaˈtore]

Σοβατζής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intonacare intonacatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intollerabile (επίθ.)
intollerabilità (θηλ.ουσ)
intollerante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intolleranza (θηλ.ουσ)
intonacare (ρ. μτβ.)
intonacatore (ουσ αρσ )
intonacatrice (θηλ.ουσ)
intonacatura (θηλ.ουσ)
intonachino (ουσ αρσ )
intonaco (ουσ αρσ )
intonare (ρ.αμτβ.)
intonarsi (ρ.μ. (αντων.))
intonato (επίθ.)
intonazione (θηλ.ουσ)
intonso (επίθ.)
intontimento (ουσ αρσ )
intontire (ρ.αμτβ.)
intontire (ρ. μτβ.)
intontirsi (ρ.μ. (αντων.))
intontito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---