Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intollerànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [intolleˈrante]

1 φουριόζος
2 αδιάλλακτος
3 αλλεργικός
4 ανυπόμονος
5 μισαλλόδοξος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intollerabilità intolleranza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
intitolazione (θηλ.ουσ)
intoccabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intollerabile (επίθ.)
intollerabilità (θηλ.ουσ)
intollerante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intolleranza (θηλ.ουσ)
intonacare (ρ. μτβ.)
intonacatore (ουσ αρσ )
intonacatrice (θηλ.ουσ)
intonacatura (θηλ.ουσ)
intonachino (ουσ αρσ )
intonaco (ουσ αρσ )
intonare (ρ.αμτβ.)
intonarsi (ρ.μ. (αντων.))
intonato (επίθ.)
intonazione (θηλ.ουσ)
intonso (επίθ.)
intontimento (ουσ αρσ )
intontire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---