Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intitolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intitoˈlare]

1 τιτλοφορώ
2 αφιερώνω
3 προσδίνω τίτλο

intitolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [intitoˈlarsi]

τιτλοφορούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intisichire intitolazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intirizzimento (ουσ αρσ )
intirizzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intirizzirsi (ρ.μ. (αντων.))
intirizzito (επίθ.)
intisichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intitolare (ρ. μτβ.)
intitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
intitolazione (θηλ.ουσ)
intoccabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intollerabile (επίθ.)
intollerabilità (θηλ.ουσ)
intollerante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intolleranza (θηλ.ουσ)
intonacare (ρ. μτβ.)
intonacatore (ουσ αρσ )
intonacatrice (θηλ.ουσ)
intonacatura (θηλ.ουσ)
intonachino (ουσ αρσ )
intonaco (ουσ αρσ )
intonare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---