Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintirizzìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [intiridˈdzito] 1 μουδιασμένος 2 ξυλιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |