Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intìngolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtingolo]

1 ζουμί από βραστό κρέας με λαχανικά
2 ζουμί από βραστό ψάρι με λαχανικά
3 νόστιμο πιάτο
4 σάλτσα
5 σάλτσα κρέατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intingere intirizzimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intimo (ουσ αρσ )
intimo (επίθ.)
intimorire (ρ. μτβ.)
intimorirsi (ρ.μ. (αντων.))
intingere (ρ. μτβ.)
intingolo (ουσ αρσ )
intirizzimento (ουσ αρσ )
intirizzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intirizzirsi (ρ.μ. (αντων.))
intirizzito (επίθ.)
intisichire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intitolare (ρ. μτβ.)
intitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
intitolazione (θηλ.ουσ)
intoccabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intollerabile (επίθ.)
intollerabilità (θηλ.ουσ)
intollerante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intolleranza (θηλ.ουσ)
intonacare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---